ανταπαίτηση

ανταπαίτηση
η
το να προβάλλει κανείς απαίτηση δική του σε απαίτηση άλλου: Στην απαίτηση των εργατών για μείωση του ωραρίου οι εργοδότες πρόβαλαν την ανταπαίτηση για διατήρηση του ρυθμού παραγωγής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ανταπαιτητής — ο εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”