- ανταπαίτηση
- ητο να προβάλλει κανείς απαίτηση δική του σε απαίτηση άλλου: Στην απαίτηση των εργατών για μείωση του ωραρίου οι εργοδότες πρόβαλαν την ανταπαίτηση για διατήρηση του ρυθμού παραγωγής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.